- συνελέγετο
- συλλέγωbring togetherimperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολυλογία — η, ΝΜΑ [πολύλογος] το να λέει κανείς πολλά να μιλάει συνεχώς ή να αναφέρει περιττά πράγματα, η φλυαρία (α. «μέ ζάλισε με την πολυλογία του» β. «ἐκ πάντων τούτων ἡ πολυλογία συνελέγετο αὐτῷ», Ξεν.) … Dictionary of Greek
πρώϊος — ΐα, ον, και αττ. τ. πρῷος, α, ον, Α [πρωΐ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωί ή αυτός που γίνεται κατά το πρωί, ο πρωινός 2. αυτός που γίνεται κατά την αρχή μιας χρονικής περιόδου, αυτός που γίνεται πολύ νωρίς, ο πρώιμος (α. «[ὁ στρατὸς]… … Dictionary of Greek
συλλέγω — ΝΜΑ [λέγω] συναθροίζω, μαζεύω (α. «συλλέγω γραμματόσημα» β. «μή τι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἤ ἀπὸ τριβόλων σῡκα», ΚΔ) αρχ. 1. συσσωρεύω 2. (σχετικά με στρατό) στρατολογώ 3. (σχετικά με πρόσ.) συγκαλώ, συγκεντρώνω 4. συνθέτω, συναρμόζω ένα … Dictionary of Greek